- ἐπεισοδιώδους
- ἐπεισοδιώδηςepisodicmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικαρέσκ — το, Ν άκλ. φρ. «μυθιστόρημα πικαρέσκ» είδος επεισοδιώδους μυθιστορήματος με θέμα τις περιπέτειες ενός ήρωα κατώτερης κοινωνικής τάξης, τής μεσαιωνικής και αναγεννησιακής περιόδου, ιδίως αλήτη, υπηρέτη ή νόθου, στη διάρκεια τών οποίων αυτός… … Dictionary of Greek